θωμιστής

θωμιστής
ο
οπαδός τού θωμισμού*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Θωμάς (πρβλ. αγγλ. thomist). Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγένιο Βούλγαρι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”